- μεταναγιγνώσκομαι
- μεταναγιγνώσκομαι (Α)μετανοώ για κάτι, μεταπείθομαι, αλλάζω γνώμη («Αἴας μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετανεγνώσθη — μεταναγιγνώσκομαι repent of aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)